Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμίαντος
ἀμίας
ἀμιγής
ἀμιδάναι
ἀμίδιον
ἀμιέρα
ἄμιθα
ἀμίθιος
ἀμιθρέω
ἀμικτίσας
ἀμικτομίαινον
ἄμικτος
ἅμιλλα
ἀμίλλακαν
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
ἁμιλλητέον
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητήριος
ἁμιλλητικός
ἅμιλλος
View word page
ἀμικτομίαινον
ἀμικτομίαινον,
A). = ἄγνος , Ps.- Dsc. 1.103 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμικτομίαινον
Headword (normalized):
ἀμικτομίαινον
Headword (normalized/stripped):
αμικτομιαινον
IDX:
5272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5273
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμικτομίαινον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἄγνος</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.103 </span>.</div> </div><br><br>'}