Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καλλίπυρος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλίροος
καλλίρραβδος
καλλιρρημονέω
καλλιρρημοσύνη
καλλιρρήμων
καλλίρροος
καλλιστάδιος
καλλιστάφυλος
καλλιστεῖον
καλλίστερνος
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
κάλλιστος
καλλιστρατεύω
καλλιστρούθια
καλλίσφυρος
καλλιτεκνέω
View word page
καλλιστάφυλος
καλλι-στάφῠλος
[στᾰ]
,
ον
,
A).
with fine grapes
, gloss on
ἐριστάφυλος
,
Hsch.
ShortDef
with fine grapes
Debugging
Headword:
καλλιστάφυλος
Headword (normalized):
καλλιστάφυλος
Headword (normalized/stripped):
καλλισταφυλος
IDX:
52726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52727
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλι-στάφῠλος</span> <span class="pron greek">[στᾰ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with fine grapes</span>, gloss on <span class="ref greek">ἐριστάφυλος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}