Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
καλλίπυγος
καλλίπυλος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπυρος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλίροος
καλλίρραβδος
καλλιρρημονέω
καλλιρρημοσύνη
καλλιρρήμων
καλλίρροος
καλλιστάδιος
καλλιστάφυλος
καλλιστεῖον
καλλίστερνος
καλλίστευμα
καλλιστεύω
View word page
καλλίρραβδος
καλλί-ρραβδος, , ,
A). with beautiful wand, Hsch. s.v. ἀκαλαυρόπις .


ShortDef

with beautiful wand

Debugging

Headword:
καλλίρραβδος
Headword (normalized):
καλλίρραβδος
Headword (normalized/stripped):
καλλιρραβδος
IDX:
52720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52721
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλί-ρραβδος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with beautiful wand</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀκαλαυρόπις</span> .</div> </div><br><br>'}