Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμία2
ἀμίαντος
ἀμίας
ἀμιγής
ἀμιδάναι
ἀμίδιον
ἀμιέρα
ἄμιθα
ἀμίθιος
ἀμιθρέω
ἀμικτίσας
ἀμικτομίαινον
ἄμικτος
ἅμιλλα
ἀμίλλακαν
ἁμιλλάομαι
ἁμίλλημα
ἁμιλλητέον
ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητήριος
ἁμιλλητικός
View word page
ἀμικτίσας
ἀμικτίσας· αἰτήσας, χωρισάμενος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμικτίσας
Headword (normalized):
ἀμικτίσας
Headword (normalized/stripped):
αμικτισας
IDX:
5271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5272
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμικτίσας·</span> <span class="foreign greek">αἰτήσας, χωρισάμενος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}