Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλλίπολις
κάλλιπον
κάλλιπόταμος
καλλίπους
καλλιπρόβατος
καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
καλλίπυγος
καλλίπυλος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπυρος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλίροος
καλλίρραβδος
καλλιρρημονέω
καλλιρρημοσύνη
καλλιρρήμων
καλλίρροος
καλλιστάδιος
View word page
καλλιπύργωτος
καλλῐ-πύργωτος, ον, = foreg., E. Ba. 19 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλιπύργωτος
Headword (normalized):
καλλιπύργωτος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπυργωτος
IDX:
52715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52716
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλῐ-πύργωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg017.perseus-grc1:19" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg017.perseus-grc1:19/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ba.</span> 19 </a>.</div><br><br>'}