Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλλίπλουτος
καλλίπνοος
καλλίπολις
κάλλιπον
κάλλιπόταμος
καλλίπους
καλλιπρόβατος
καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
καλλίπυγος
καλλίπυλος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπυρος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλίροος
καλλίρραβδος
καλλιρρημονέω
καλλιρρημοσύνη
καλλιρρήμων
View word page
καλλίπυλος
καλλῐ/-πῠλος, ον,
A). with beautiful gates, Θήβη Epigr.Gr. 993 .


ShortDef

with beautiful gates

Debugging

Headword:
καλλίπυλος
Headword (normalized):
καλλίπυλος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπυλος
IDX:
52713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52714
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλῐ/-πῠλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with beautiful gates</span>, <span class="quote greek">Θήβη</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Epigr.Gr.</span> 993 </span> .</div> </div><br><br>'}