Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλλιπέτηλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπνοος
καλλίπολις
κάλλιπον
κάλλιπόταμος
καλλίπους
καλλιπρόβατος
καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
καλλίπυγος
καλλίπυλος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπυρος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλίροος
καλλίρραβδος
View word page
καλλιπρόσωπος
καλλῐ-πρόσωπος, ον,
A). with beautiful face, Γαλάτεια Philox. 8 .


ShortDef

with beautiful face

Debugging

Headword:
καλλιπρόσωπος
Headword (normalized):
καλλιπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπροσωπος
IDX:
52710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52711
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλῐ-πρόσωπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with beautiful face</span>, <span class="quote greek">Γαλάτεια</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1601.tlg001:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1601.tlg001:8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philox.</span> 8 </a> .</div> </div><br><br>'}