Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλλίπεπλος
καλλιπέταλον
καλλιπέτηλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπνοος
καλλίπολις
κάλλιπον
κάλλιπόταμος
καλλίπους
καλλιπρόβατος
καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
καλλίπυγος
καλλίπυλος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπυρος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
View word page
καλλίπους
καλλῐ/-πους, ποδος, , ,
A). with beautiful feet, Hsch. s.v. ἀργυρόπεζα .


ShortDef

with beautiful feet

Debugging

Headword:
καλλίπους
Headword (normalized):
καλλίπους
Headword (normalized/stripped):
καλλιπους
IDX:
52708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52709
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλῐ/-πους</span>, <span class="itype greek">ποδος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with beautiful feet</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀργυρόπεζα</span> .</div> </div><br><br>'}