Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάλλιπε
καλλιπέδιλος
καλλίπεπλος
καλλιπέταλον
καλλιπέτηλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπνοος
καλλίπολις
κάλλιπον
κάλλιπόταμος
καλλίπους
καλλιπρόβατος
καλλιπρόσωπος
καλλίπρῳρος
καλλίπυγος
καλλίπυλος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπυρος
View word page
κάλλιπον
κάλλῐπον, Ep. for κατέλιπον,
A). v. καταλείπω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάλλιπον
Headword (normalized):
κάλλιπον
Headword (normalized/stripped):
καλλιπον
IDX:
52706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52707
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάλλῐπον</span>, Ep. for <span class="foreign greek">κατέλιπον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταλείπω</span> .</div> </div><br><br>'}