Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλλίουλος
καλλιουργέω
καλλιούργημα
καλλιόω
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
κάλλιπε
καλλιπέδιλος
καλλίπεπλος
καλλιπέταλον
καλλιπέτηλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπνοος
καλλίπολις
κάλλιπον
κάλλιπόταμος
καλλίπους
καλλιπρόβατος
View word page
καλλιπέταλον
καλλῐ-πέτᾰλον, τό,
A). = πεντέφυλλον , Dsc. 4.42 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλιπέταλον
Headword (normalized):
καλλιπέταλον
Headword (normalized/stripped):
καλλιπεταλον
IDX:
52699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52700
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλῐ-πέτᾰλον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πεντέφυλλον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.42 </span>.</div> </div><br><br>'}