Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάλλιον2
Καλλιόπη
καλλιοπλία
καλλίουλος
καλλιουργέω
καλλιούργημα
καλλιόω
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
κάλλιπε
καλλιπέδιλος
καλλίπεπλος
καλλιπέταλον
καλλιπέτηλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπνοος
καλλίπολις
κάλλιπον
View word page
κάλλιπε
κάλλῐπε, Ep. for κατέλιπε, inf. καλλιπέειν,
A). v. καταλείπω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάλλιπε
Headword (normalized):
κάλλιπε
Headword (normalized/stripped):
καλλιπε
IDX:
52696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52697
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάλλῐπε</span>, Ep. for <span class="foreign greek">κατέλιπε</span>, inf. <span class="orth greek">καλλιπέειν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταλείπω</span> .</div> </div><br><br>'}