Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλλιλογέω
καλλιλογία
καλλιμάρτυς
καλλίμαχος
καλλίμηρος
καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνικος
καλλιοινία
κάλλιον1
κάλλιον2
Καλλιόπη
καλλιοπλία
καλλίουλος
καλλιουργέω
καλλιούργημα
καλλιόω
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
View word page
κάλλιον1
κάλλιον (A), neut. of καλλίων, used as Adv., v. sub καλός c.


ShortDef

precinct used as a court; board/bench

Debugging

Headword:
κάλλιον1
Headword (normalized):
κάλλιον
Headword (normalized/stripped):
καλλιον1
IDX:
52685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52686
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάλλιον</span> (A), neut. of <span class="foreign greek">καλλίων</span>, used as Adv., v. sub <span class="foreign greek">καλός</span> c.</div><br><br>'}