Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλλικέρως
καλλίκλιον
καλλίκοκκος
καλλικολώνη
καλλικόμας
καλλίκομος
καλλικοτταβέω
καλλίκρεας
καλλικρήδεμνος
καλλίκρηνος
καλλίκριτα
καλλίκτιτος
καλλιλαμπέτης
καλλιλεκτέω
καλλιλεξία
καλλιλογέω
καλλιλογία
καλλιμάρτυς
καλλίμαχος
καλλίμηρος
καλλίμορφος
View word page
καλλίκριτα
καλλί-κριτα· Χελώνην, οἱ δὲ φώκην, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλίκριτα
Headword (normalized):
καλλίκριτα
Headword (normalized/stripped):
καλλικριτα
IDX:
52670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52671
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλί-κριτα·</span> <span class="foreign greek">Χελώνην, οἱ δὲ φώκην</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}