Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλλίκαρπος
καλλικέλαδος
καλλικέρας
καλλικέρως
καλλίκλιον
καλλίκοκκος
καλλικολώνη
καλλικόμας
καλλίκομος
καλλικοτταβέω
καλλίκρεας
καλλικρήδεμνος
καλλίκρηνος
καλλίκριτα
καλλίκτιτος
καλλιλαμπέτης
καλλιλεκτέω
καλλιλεξία
καλλιλογέω
καλλιλογία
καλλιμάρτυς
View word page
καλλίκρεας
καλλί-κρεας, gen. κρέως,
A). = πάγκρεας , Gal. 2.781 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλίκρεας
Headword (normalized):
καλλίκρεας
Headword (normalized/stripped):
καλλικρεας
IDX:
52667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52668
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλί-κρεας</span>, gen. <span class="foreign greek">κρέως, </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πάγκρεας</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 2.781 </span>.</div> </div><br><br>'}