Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλιθέμεθλος
κάλλιθριξ
καλλιθυτέω
καλλίθυτος
καλλικαρπέω
καλλικαρπία
καλλίκαρπος
καλλικέλαδος
καλλικέρας
καλλικέρως
καλλίκλιον
καλλίκοκκος
καλλικολώνη
καλλικόμας
καλλίκομος
καλλικοτταβέω
καλλίκρεας
καλλικρήδεμνος
καλλίκρηνος
View word page
καλλικέρας
καλλῐ-κέρας, καλλῐ-κέρα,
A). with beautiful horns, δάμαλις B. 18.24 .


ShortDef

with beautiful horns

Debugging

Headword:
καλλικέρας
Headword (normalized):
καλλικέρας
Headword (normalized/stripped):
καλλικερας
IDX:
52659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52660
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλῐ-κέρας</span>, <span class="orth greek">καλλῐ-κέρα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with beautiful horns</span>, <span class="quote greek">δάμαλις</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0199.tlg002:18:24" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0199.tlg002:18.24/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> 18.24 </a> .</div> </div><br><br>'}