Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμηχανοεργός
ἀμηχανοποιέομαι
ἀμήχανος
ἁμηῷος
ἄμι
ἀμία1
ἀμία2
ἀμίαντος
ἀμίας
ἀμιγής
ἀμιδάναι
ἀμίδιον
ἀμιέρα
ἄμιθα
ἀμίθιος
ἀμιθρέω
ἀμικτίσας
ἀμικτομίαινον
ἄμικτος
ἅμιλλα
ἀμίλλακαν
View word page
ἀμιδάναι
ἀμιδάναι· κρύψαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμιδάναι
Headword (normalized):
ἀμιδάναι
Headword (normalized/stripped):
αμιδαναι
IDX:
5265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5266
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμιδάναι·</span> <span class="foreign greek">κρύψαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}