Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλλίεργος
καλλιερέω
καλλιέρημα
καλλιέρησις
καλλιερία
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλιθέμεθλος
κάλλιθριξ
καλλιθυτέω
καλλίθυτος
καλλικαρπέω
καλλικαρπία
καλλίκαρπος
καλλικέλαδος
καλλικέρας
καλλικέρως
καλλίκλιον
καλλίκοκκος
καλλικολώνη
καλλικόμας
View word page
καλλίθυτος
καλλί-θῠτος, ον,
A). offered auspiciously, αἶγες Epigr.Gr. 872 (Patmos).


ShortDef

offered auspiciously

Debugging

Headword:
καλλίθυτος
Headword (normalized):
καλλίθυτος
Headword (normalized/stripped):
καλλιθυτος
IDX:
52654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52655
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλί-θῠτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">offered auspiciously</span>, <span class="quote greek">αἶγες</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Epigr.Gr.</span> 872 </span> (Patmos).</div> </div><br><br>'}