Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλλιεργία
καλλίεργος
καλλιερέω
καλλιέρημα
καλλιέρησις
καλλιερία
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλιθέμεθλος
κάλλιθριξ
καλλιθυτέω
καλλίθυτος
καλλικαρπέω
καλλικαρπία
καλλίκαρπος
καλλικέλαδος
καλλικέρας
καλλικέρως
καλλίκλιον
καλλίκοκκος
καλλικολώνη
View word page
καλλιθυτέω
καλλι-θῠτέω,
A). offer in auspicious sacrifice, κάπρον AP 6.240 ( Phil.).


ShortDef

to offer in auspicious sacrifice

Debugging

Headword:
καλλιθυτέω
Headword (normalized):
καλλιθυτέω
Headword (normalized/stripped):
καλλιθυτεω
IDX:
52653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52654
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλι-θῠτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">offer in auspicious sacrifice</span>, <span class="quote greek">κάπρον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.240 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phil.</span></span>).</div> </div><br><br>'}