Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλλιέλαιος
καλλιέπεια
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιεργέω
καλλιεργία
καλλίεργος
καλλιερέω
καλλιέρημα
καλλιέρησις
καλλιερία
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλιθέμεθλος
κάλλιθριξ
καλλιθυτέω
καλλίθυτος
καλλικαρπέω
καλλικαρπία
καλλίκαρπος
καλλικέλαδος
View word page
καλλιερία
καλλῐερ-ία,
A). v. καλλιαρία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλιερία
Headword (normalized):
καλλιερία
Headword (normalized/stripped):
καλλιερια
IDX:
52648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52649
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλῐερ-ία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καλλιαρία</span> .</div> </div><br><br>'}