Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καλλιδώρα
καλλιέθειρος
καλλιέλαιος
καλλιέπεια
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιεργέω
καλλιεργία
καλλίεργος
καλλιερέω
καλλιέρημα
καλλιέρησις
καλλιερία
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλιθέμεθλος
κάλλιθριξ
καλλιθυτέω
καλλίθυτος
καλλικαρπέω
καλλικαρπία
View word page
καλλιέρημα
καλλῐέρ-ημα
,
ατος
,
τό
,
A).
auspicious sacrifice
,
Hsch.
,
EM
487.14
.
ShortDef
auspicious sacrifice
Debugging
Headword:
καλλιέρημα
Headword (normalized):
καλλιέρημα
Headword (normalized/stripped):
καλλιερημα
IDX:
52646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52647
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλῐέρ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">auspicious sacrifice</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 487.14 </span>.</div> </div><br><br>'}