Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιδώρα
καλλιέθειρος
καλλιέλαιος
καλλιέπεια
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιεργέω
καλλιεργία
καλλίεργος
καλλιερέω
καλλιέρημα
καλλιέρησις
καλλιερία
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλιθέμεθλος
κάλλιθριξ
καλλιθυτέω
καλλίθυτος
View word page
καλλίεργος
καλλῐ/εργ-ος, ον,
A). f.l. for καλεῖ ἔργον (cj. Bernays) in Ph. 2.490 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλίεργος
Headword (normalized):
καλλίεργος
Headword (normalized/stripped):
καλλιεργος
IDX:
52644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52645
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλῐ/εργ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">καλεῖ ἔργον</span> (cj. Bernays) in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:490" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.490/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.490 </a>.</div> </div><br><br>'}