Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καλλίγονος
καλλιγραφέω
καλλιγραφία
καλλιγραφικός
καλλίγραφος
καλλιγύναιξ
καλλίδενδρος
καλλιδίνης
καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιδώρα
καλλιέθειρος
καλλιέλαιος
καλλιέπεια
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιεργέω
καλλιεργία
καλλίεργος
καλλιερέω
καλλιέρημα
View word page
καλλιδώρα
καλλῐ-δώρα·
καλλιονύμφη
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καλλιδώρα
Headword (normalized):
καλλιδώρα
Headword (normalized/stripped):
καλλιδωρα
IDX:
52636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52637
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλῐ-δώρα·</span> <span class="foreign greek">καλλιονύμφη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}