Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλλιγέφυρος
καλλίγλουτος
καλλίγονος
καλλιγραφέω
καλλιγραφία
καλλιγραφικός
καλλίγραφος
καλλιγύναιξ
καλλίδενδρος
καλλιδίνης
καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
καλλιδώρα
καλλιέθειρος
καλλιέλαιος
καλλιέπεια
καλλιεπέομαι
καλλιεπής
καλλιεργέω
καλλιεργία
καλλίεργος
View word page
καλλίδιφρος
καλλῐ/-διφρος, ον,
A). with beautiful chariot, πῶλοι Id. Hec. 467 (lyr.).


ShortDef

with beautiful chariot

Debugging

Headword:
καλλίδιφρος
Headword (normalized):
καλλίδιφρος
Headword (normalized/stripped):
καλλιδιφρος
IDX:
52634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52635
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλῐ/-διφρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with beautiful chariot</span>, <span class="quote greek">πῶλοι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg007.perseus-grc1:467" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg007.perseus-grc1:467/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Hec.</span> 467 </a> (lyr.).</div> </div><br><br>'}