καλλιγραφέω
καλλιγρᾰφ-έω,
A). write beautifully, in point of style, metaph.in Med., κ. τὴν ἀπομίμησιν τοῖς τῆς ἀρετῆς στοιχείοις Rh.Al. 1420b17 : pf. Pass. in act. sense, ; in pass. sense, 33.5 κεκαλλιγραφημένοι λόγοι Ap. 2.31 , cf. : later use for Att. 7.18 εἰς κάλλος γράφειν, . 99