Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καλλιβόας
καλλίβολος
καλλίβοτος
καλλίβοτρυς
καλλίβωλος
καλλιγάληνος
καλλίγαμος
καλλιγένεθλος
καλλιγένεια
καλλιγέφυρος
καλλίγλουτος
καλλίγονος
καλλιγραφέω
καλλιγραφία
καλλιγραφικός
καλλίγραφος
καλλιγύναιξ
καλλίδενδρος
καλλιδίνης
καλλίδιφρος
καλλιδόναξ
View word page
καλλίγλουτος
καλλί-γλουτος
,
ον
,
A).
=
καλλίπυγος
,
Nic.
Fr.
23
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καλλίγλουτος
Headword (normalized):
καλλίγλουτος
Headword (normalized/stripped):
καλλιγλουτος
IDX:
52625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52626
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλί-γλουτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καλλίπυγος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 23 </span>.</div> </div><br><br>'}