Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμηχανάω
ἀμηχανής
ἀμηχάνητος
ἀμηχανία
ἀμηχανοεργός
ἀμηχανοποιέομαι
ἀμήχανος
ἁμηῷος
ἄμι
ἀμία1
ἀμία2
ἀμίαντος
ἀμίας
ἀμιγής
ἀμιδάναι
ἀμίδιον
ἀμιέρα
ἄμιθα
ἀμίθιος
ἀμιθρέω
ἀμικτίσας
View word page
ἀμία2
ἀμία (B)· φυλακία, Hsch.


ShortDef

tunny
[lexical cite]

Debugging

Headword:
ἀμία2
Headword (normalized):
ἀμία
Headword (normalized/stripped):
αμια2
IDX:
5261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5262
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμία</span> (B)<span class="foreign greek">· φυλακία,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}