Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κάλλαιον
κάλλαϊς
καλλαμβάνω
καλλαρίας
καλλαροί
καλλῐ
καλλιάζω
καλλιαρία
καλλίας
καλλιαστράγαλος
καλλιβάντες
καλλιβλέφαρος
καλλιβόας
καλλίβολος
καλλίβοτος
καλλίβοτρυς
καλλίβωλος
καλλιγάληνος
καλλίγαμος
καλλιγένεθλος
καλλιγένεια
View word page
καλλιβάντες
καλλιβάντες·
ὅμοια σμιλίοις καὶ ψαλίσιν, ἐν αἷς τὰς ὀφρῦς κοσμοῦσιν αἱ γυναῖκες
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καλλιβάντες
Headword (normalized):
καλλιβάντες
Headword (normalized/stripped):
καλλιβαντες
IDX:
52613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52614
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλιβάντες·</span> <span class="foreign greek">ὅμοια σμιλίοις καὶ ψαλίσιν, ἐν αἷς τὰς ὀφρῦς κοσμοῦσιν αἱ γυναῖκες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}