Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καλιῶσαι
κάλκιος
κάλλα1
κάννα1
καλλά2
Καλλαβίς
καλλαινιοποιοῖς
καλλάϊνος
κάλλαιον
κάλλαϊς
καλλαμβάνω
καλλαρίας
καλλαροί
καλλῐ
καλλιάζω
καλλιαρία
καλλίας
καλλιαστράγαλος
καλλιβάντες
καλλιβλέφαρος
καλλιβόας
View word page
καλλαμβάνω
καλλαμβάνω
, aor. part. Pass.
καλλάφθεις
, Aeol. for
καταληφ-
,
IG
12(2).526.20
(Eresus).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καλλαμβάνω
Headword (normalized):
καλλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
καλλαμβανω
IDX:
52605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52606
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλαμβάνω</span>, aor. part. Pass. <span class="foreign greek">καλλάφθεις</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">καταληφ-</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(2).526.20 </span> (Eresus).</div><br><br>'}