Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλιστρέω
καλιῶσαι
κάλκιος
κάλλα1
κάννα1
καλλά2
Καλλαβίς
καλλαινιοποιοῖς
καλλάϊνος
κάλλαιον
κάλλαϊς
καλλαμβάνω
καλλαρίας
καλλαροί
καλλῐ
καλλιάζω
καλλιαρία
καλλίας
καλλιαστράγαλος
καλλιβάντες
καλλιβλέφαρος
View word page
κάλλαϊς
κάλλαϊς,
A). v. κάλα- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάλλαϊς
Headword (normalized):
κάλλαϊς
Headword (normalized/stripped):
καλλαις
IDX:
52604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52605
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάλλαϊς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κάλα-</span> .</div> </div><br><br>'}