Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλίς
καλίστρα
καλιστρέω
καλιῶσαι
κάλκιος
κάλλα1
κάννα1
καλλά2
Καλλαβίς
καλλαινιοποιοῖς
καλλάϊνος
κάλλαιον
κάλλαϊς
καλλαμβάνω
καλλαρίας
καλλαροί
καλλῐ
καλλιάζω
καλλιαρία
καλλίας
καλλιαστράγαλος
View word page
καλλάϊνος
καλλάϊνος,
A). v. καλάϊνος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλλάϊνος
Headword (normalized):
καλλάϊνος
Headword (normalized/stripped):
καλλαινος
IDX:
52602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52603
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλλάϊνος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καλάϊνος</span> .</div> </div><br><br>'}