Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλινδέομαι
καλινδήθρα
καλίνδησις
κάλινος
κάλιον
καλιός
καλιότερος
καλίς
καλίστρα
καλιστρέω
καλιῶσαι
κάλκιος
κάλλα1
κάννα1
καλλά2
Καλλαβίς
καλλαινιοποιοῖς
καλλάϊνος
κάλλαιον
κάλλαϊς
καλλαμβάνω
View word page
καλιῶσαι
καλιῶσαι· πράξαι (fort. ἀράξαι), πατάξαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλιῶσαι
Headword (normalized):
καλιῶσαι
Headword (normalized/stripped):
καλιωσαι
IDX:
52595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52596
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλιῶσαι·</span> <span class="foreign greek">πράξαι</span> (fort. <span class="foreign greek">ἀράξαι</span>)<span class="foreign greek">, πατάξαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}