Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάλικα
καλίκιοι
κάλικον
καλινδέομαι
καλινδήθρα
καλίνδησις
κάλινος
κάλιον
καλιός
καλιότερος
καλίς
καλίστρα
καλιστρέω
καλιῶσαι
κάλκιος
κάλλα1
κάννα1
καλλά2
Καλλαβίς
καλλαινιοποιοῖς
καλλάϊνος
View word page
καλίς
καλίς· σκέπαρνον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλίς
Headword (normalized):
καλίς
Headword (normalized/stripped):
καλις
IDX:
52592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52593
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλίς·</span> <span class="foreign greek">σκέπαρνον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}