Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλήμερος
κάλημι
καλήτωρ
καλιά
καλιάδιον
καλιάς
καλίγιον
καλίδιον
καλιδόω
καλίζομαι
κάλιθος
κάλικα
καλίκιοι
κάλικον
καλινδέομαι
καλινδήθρα
καλίνδησις
κάλινος
κάλιον
καλιός
καλιότερος
View word page
κάλιθος
κάλιθος· οἶνος, Ameriasap. Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάλιθος
Headword (normalized):
κάλιθος
Headword (normalized/stripped):
καλιθος
IDX:
52581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52582
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάλιθος·</span> <span class="foreign greek">οἶνος</span>, Ameriasap.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}