Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλάπους
καλαπόδιον
καλαρῖνες
κάλαρις
καλαρρυγαί
καλάσιρις
καλασίριτα
καλαυνεῖ
Καλαύρεια
καλαυρόπιον
καλαυρόφις
καλαῦροψ
κάλαφος
καλβάτεινος
καλέας
καλειάς
καλεσάνδρα
κάλεσις
καλεσίχορος
καλεστής
καλεύειν
View word page
καλαυρόφις
καλαυρόφις· βακτηριοφόρος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλαυρόφις
Headword (normalized):
καλαυρόφις
Headword (normalized/stripped):
καλαυροφις
IDX:
52556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52557
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλαυρόφις·</span> <span class="foreign greek">βακτηριοφόρος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}