Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάλανδρος
καλάνι
καλαντίων
Καλαοίδια
καλάπους
καλαπόδιον
καλαρῖνες
κάλαρις
καλαρρυγαί
καλάσιρις
καλασίριτα
καλαυνεῖ
Καλαύρεια
καλαυρόπιον
καλαυρόφις
καλαῦροψ
κάλαφος
καλβάτεινος
καλέας
καλειάς
καλεσάνδρα
View word page
καλασίριτα
καλασίριτα· τὰ λοχία ἃ καλοῦσιν ὠά, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλασίριτα
Headword (normalized):
καλασίριτα
Headword (normalized/stripped):
καλασιριτα
IDX:
52552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52553
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλασίριτα·</span> <span class="foreign greek">τὰ λοχία ἃ καλοῦσιν ὠά</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}