Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καλαμώδης
καλαμών
καλαμωτή
καλάνδαι
κάλανδρος
καλάνι
καλαντίων
Καλαοίδια
καλάπους
καλαπόδιον
καλαρῖνες
κάλαρις
καλαρρυγαί
καλάσιρις
καλασίριτα
καλαυνεῖ
Καλαύρεια
καλαυρόπιον
καλαυρόφις
καλαῦροψ
κάλαφος
View word page
καλαρῖνες
καλαρῖνες·
ὀχετοί
( Lacon.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καλαρῖνες
Headword (normalized):
καλαρῖνες
Headword (normalized/stripped):
καλαρινες
IDX:
52548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52549
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλαρῖνες·</span> <span class="foreign greek">ὀχετοί</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}