Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καλαμοφόρος
καλαμόφυλλος
καλαμόχνοος
καλαμόω
καλαμώδης
καλαμών
καλαμωτή
καλάνδαι
κάλανδρος
καλάνι
καλαντίων
Καλαοίδια
καλάπους
καλαπόδιον
καλαρῖνες
κάλαρις
καλαρρυγαί
καλάσιρις
καλασίριτα
καλαυνεῖ
Καλαύρεια
View word page
καλαντίων
καλαντίων
, dub. sens. in
PCornell
33
(iii A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καλαντίων
Headword (normalized):
καλαντίων
Headword (normalized/stripped):
καλαντιων
IDX:
52544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52545
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καλαντίων</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PCornell</span> 33 </span> (iii A.D.).</div><br><br>'}