Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλαμόκρινον
καλαμοπώλης
κάλαμος
καλαμοστασία
καλαμοστεφής
καλαμοσφάκτης
καλαμότομος
καλαμοτύπορ
καλαμουργέω
καλαμόφθογγος
καλαμοφόρος
καλαμόφυλλος
καλαμόχνοος
καλαμόω
καλαμώδης
καλαμών
καλαμωτή
καλάνδαι
κάλανδρος
καλάνι
καλαντίων
View word page
καλαμοφόρος
κᾰλᾰμο-φόρος, ον, cf. καλαμηφ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλαμοφόρος
Headword (normalized):
καλαμοφόρος
Headword (normalized/stripped):
καλαμοφορος
IDX:
52534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52535
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλᾰμο-φόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, cf. <span class="foreign greek">καλαμηφ-</span>.</div><br><br>'}