Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλαμοθήρας
καλαμοκεντρῖτις
καλαμοκόπιον
καλαμοκόπος
καλαμόκρινον
καλαμοπώλης
κάλαμος
καλαμοστασία
καλαμοστεφής
καλαμοσφάκτης
καλαμότομος
καλαμοτύπορ
καλαμουργέω
καλαμόφθογγος
καλαμοφόρος
καλαμόφυλλος
καλαμόχνοος
καλαμόω
καλαμώδης
καλαμών
καλαμωτή
View word page
καλαμότομος
κᾰλᾰμό-τομος, ον,
A). furnished with reeds cut for vine-poles, κτῆμα BGU 863.16 (ii A.D.).


ShortDef

furnished with reeds cut for vine-poles

Debugging

Headword:
καλαμότομος
Headword (normalized):
καλαμότομος
Headword (normalized/stripped):
καλαμοτομος
IDX:
52530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52531
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλᾰμό-τομος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">furnished with reeds cut for vine-poles</span>, <span class="quote greek">κτῆμα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 863.16 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}