Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλαμογλύφος
καλαμογραφία
καλαμοδύτης
καλαμοειδής
καλαμόεις
καλαμοθήκη
καλαμοθήρας
καλαμοκεντρῖτις
καλαμοκόπιον
καλαμοκόπος
καλαμόκρινον
καλαμοπώλης
κάλαμος
καλαμοστασία
καλαμοστεφής
καλαμοσφάκτης
καλαμότομος
καλαμοτύπορ
καλαμουργέω
καλαμόφθογγος
καλαμοφόρος
View word page
καλαμόκρινον
κᾰλᾰμό-κρῐνον, τό, prob.
A). = κάλαμος ἀρωματικός , Aët. 1.132 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλαμόκρινον
Headword (normalized):
καλαμόκρινον
Headword (normalized/stripped):
καλαμοκρινον
IDX:
52524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52525
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλᾰμό-κρῐνον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, prob. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κάλαμος ἀρωματικός</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg001:132" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg001:132/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 1.132 </a>.</div> </div><br><br>'}