Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καλαμογλυφέω
καλαμογλύφος
καλαμογραφία
καλαμοδύτης
καλαμοειδής
καλαμόεις
καλαμοθήκη
καλαμοθήρας
καλαμοκεντρῖτις
καλαμοκόπιον
καλαμοκόπος
καλαμόκρινον
καλαμοπώλης
κάλαμος
καλαμοστασία
καλαμοστεφής
καλαμοσφάκτης
καλαμότομος
καλαμοτύπορ
καλαμουργέω
καλαμόφθογγος
View word page
καλαμοκόπος
κᾰλᾰμο-κόπος
,
ὁ
,
A).
reed-cutter
,
BGU
1529.2
(iii B.C.).
ShortDef
reed-cutter
Debugging
Headword:
καλαμοκόπος
Headword (normalized):
καλαμοκόπος
Headword (normalized/stripped):
καλαμοκοπος
IDX:
52523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52524
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλᾰμο-κόπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">reed-cutter</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1529.2 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}