Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλαμοβόας
καλαμογλυφέω
καλαμογλύφος
καλαμογραφία
καλαμοδύτης
καλαμοειδής
καλαμόεις
καλαμοθήκη
καλαμοθήρας
καλαμοκεντρῖτις
καλαμοκόπιον
καλαμοκόπος
καλαμόκρινον
καλαμοπώλης
κάλαμος
καλαμοστασία
καλαμοστεφής
καλαμοσφάκτης
καλαμότομος
καλαμοτύπορ
καλαμουργέω
View word page
καλαμοκόπιον
κᾰλᾰμο-κόπιον, τό,
A). reed-bed for cutting, Gp. 2.6.31 .


ShortDef

reed-bed for cutting

Debugging

Headword:
καλαμοκόπιον
Headword (normalized):
καλαμοκόπιον
Headword (normalized/stripped):
καλαμοκοπιον
IDX:
52522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52523
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλᾰμο-κόπιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">reed-bed for cutting,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4080.tlg001:2:6:31" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4080.tlg001:2:6:31/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gp.</span> 2.6.31 </a>.</div> </div><br><br>'}