Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλάμιστρος
καλαμίτης
καλαμῖτις
καλαμοβόας
καλαμογλυφέω
καλαμογλύφος
καλαμογραφία
καλαμοδύτης
καλαμοειδής
καλαμόεις
καλαμοθήκη
καλαμοθήρας
καλαμοκεντρῖτις
καλαμοκόπιον
καλαμοκόπος
καλαμόκρινον
καλαμοπώλης
κάλαμος
καλαμοστασία
καλαμοστεφής
καλαμοσφάκτης
View word page
καλαμοθήκη
κᾰλᾰμο-θήκη, ,
A). reed-case, Gloss.


ShortDef

reed-case

Debugging

Headword:
καλαμοθήκη
Headword (normalized):
καλαμοθήκη
Headword (normalized/stripped):
καλαμοθηκη
IDX:
52519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52520
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλᾰμο-θήκη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">reed-case,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}