Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καλάμινθος
καλαμινθώδης
καλάμινος
καλάμιον
καλαμίς
καλαμίσκος
καλάμιστρος
καλαμίτης
καλαμῖτις
καλαμοβόας
καλαμογλυφέω
καλαμογλύφος
καλαμογραφία
καλαμοδύτης
καλαμοειδής
καλαμόεις
καλαμοθήκη
καλαμοθήρας
καλαμοκεντρῖτις
καλαμοκόπιον
καλαμοκόπος
View word page
καλαμογλυφέω
κᾰλᾰμο-γλῠφέω
,
A).
cut reeds, make pens
, Hdn.Gr.
1.468
.
ShortDef
cut reeds, make pens
Debugging
Headword:
καλαμογλυφέω
Headword (normalized):
καλαμογλυφέω
Headword (normalized/stripped):
καλαμογλυφεω
IDX:
52513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52514
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλᾰμο-γλῠφέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cut reeds, make pens</span>, Hdn.Gr.<span class="bibl"> 1.468 </span>.</div> </div><br><br>'}