Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλαμίνθη
καλαμινθίνη
Καλαμίνθιος
καλαμινθίτης
καλάμινθος
καλαμινθώδης
καλάμινος
καλάμιον
καλαμίς
καλαμίσκος
καλάμιστρος
καλαμίτης
καλαμῖτις
καλαμοβόας
καλαμογλυφέω
καλαμογλύφος
καλαμογραφία
καλαμοδύτης
καλαμοειδής
καλαμόεις
καλαμοθήκη
View word page
καλάμιστρος
κᾰλάμ-ιστρος, ,
A). stipula, Gloss.


ShortDef

stipula

Debugging

Headword:
καλάμιστρος
Headword (normalized):
καλάμιστρος
Headword (normalized/stripped):
καλαμιστρος
IDX:
52509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52510
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλάμ-ιστρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stipula,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}