Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλαμηφάγος
καλαμηφορέω
καλαμηφόρος
καλαμία
καλαμίζω
καλαμικός
καλαμίνδαρ
καλαμίνθη
καλαμινθίνη
Καλαμίνθιος
καλαμινθίτης
καλάμινθος
καλαμινθώδης
καλάμινος
καλάμιον
καλαμίς
καλαμίσκος
καλάμιστρος
καλαμίτης
καλαμῖτις
καλαμοβόας
View word page
καλαμινθίτης
κᾰλᾰμινθ-ίτης [ῑ] οἶνος,, wine
A). flavoured with mint, Dsc. 5.52 .


ShortDef

flavoured with mint

Debugging

Headword:
καλαμινθίτης
Headword (normalized):
καλαμινθίτης
Headword (normalized/stripped):
καλαμινθιτης
IDX:
52502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52503
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλᾰμινθ-ίτης</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span> <span class="foreign greek">οἶνος,</span>, wine <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">flavoured with mint</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.52 </span>.</div> </div><br><br>'}