Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καλάμημα
καλαμητομία
καλαμητόμος
καλαμήτρια
καλαμητρίς
καλαμηφάγος
καλαμηφορέω
καλαμηφόρος
καλαμία
καλαμίζω
καλαμικός
καλαμίνδαρ
καλαμίνθη
καλαμινθίνη
Καλαμίνθιος
καλαμινθίτης
καλάμινθος
καλαμινθώδης
καλάμινος
καλάμιον
καλαμίς
View word page
καλαμικός
κᾰλᾰμ-ικός
,
ή
,
όν
,
A).
made of reeds
,
σφυρίδιον
PTeb.
120.77
(i B.C.).
ShortDef
made of reeds
Debugging
Headword:
καλαμικός
Headword (normalized):
καλαμικός
Headword (normalized/stripped):
καλαμικος
IDX:
52497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52498
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλᾰμ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">made of reeds</span>, <span class="quote greek">σφυρίδιον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 120.77 </span> (i B.C.).</div> </div><br><br>'}