Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλαμειφυή
καλαμεύς
καλαμευτής
καλαμεών
καλάμη
καλαμηδόν
καλάμημα
καλαμητομία
καλαμητόμος
καλαμήτρια
καλαμητρίς
καλαμηφάγος
καλαμηφορέω
καλαμηφόρος
καλαμία
καλαμίζω
καλαμικός
καλαμίνδαρ
καλαμίνθη
καλαμινθίνη
Καλαμίνθιος
View word page
καλαμητρίς
κᾰλᾰμη-τρίς, ίδος, , = foreg., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καλαμητρίς
Headword (normalized):
καλαμητρίς
Headword (normalized/stripped):
καλαμητρις
IDX:
52491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52492
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλᾰμη-τρίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}