Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καλαμεία
καλαμειφυή
καλαμεύς
καλαμευτής
καλαμεών
καλάμη
καλαμηδόν
καλάμημα
καλαμητομία
καλαμητόμος
καλαμήτρια
καλαμητρίς
καλαμηφάγος
καλαμηφορέω
καλαμηφόρος
καλαμία
καλαμίζω
καλαμικός
καλαμίνδαρ
καλαμίνθη
καλαμινθίνη
View word page
καλαμήτρια
κᾰλᾰμή-τρια, ,
A). gatherer of stalks, gleaner, Plu. 2.784a (nisi leg. -τρίδας).


ShortDef

gatherer of stalks, gleaner

Debugging

Headword:
καλαμήτρια
Headword (normalized):
καλαμήτρια
Headword (normalized/stripped):
καλαμητρια
IDX:
52490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52491
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλᾰμή-τρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gatherer of stalks, gleaner</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.784a </span> (nisi leg. <span class="foreign greek">-τρίδας</span>).</div> </div><br><br>'}