Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καλαμαυλητής
καλάμαυλος
καλαμεία
καλαμειφυή
καλαμεύς
καλαμευτής
καλαμεών
καλάμη
καλαμηδόν
καλάμημα
καλαμητομία
καλαμητόμος
καλαμήτρια
καλαμητρίς
καλαμηφάγος
καλαμηφορέω
καλαμηφόρος
καλαμία
καλαμίζω
καλαμικός
καλαμίνδαρ
View word page
καλαμητομία
κᾰλᾰμη-τομία
, Ep.
κᾰλᾰμη-ίη
,
ἡ
,
A).
cutting of stalks, reaping,
AP
6.36
(
Phil.
).
ShortDef
a reaping
Debugging
Headword:
καλαμητομία
Headword (normalized):
καλαμητομία
Headword (normalized/stripped):
καλαμητομια
IDX:
52488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52489
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰλᾰμη-τομία</span>, Ep. <span class="orth greek">κᾰλᾰμη-ίη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cutting of stalks, reaping,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 6.36 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phil.</span></span>).</div> </div><br><br>'}